- περιδείδια
- περιδείδῐα, [tense] pf. in [tense] pres. sense, Il.10.93,al.; imper.A
περιδείδιθι Hsch.
: [tense] aor. 1 περίδεισα, Hom. (only in Il.) always in forms with 7, for περίδϝεισαϝ, περιδϝείσασα, etc. (v. infr.):—to be in great fear or dread about, c. gen., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Il. l.c., cf. 17.240: c. dat., to be in great fear for,Ἀθήνη πᾶσι περιδείσασα θεοῖσι 15.123
;Αἴαντι περιδείσαντες 23.822
;τῷ ῥα περίδεισαν 11.508
;ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσιν 17.242
; περιδείσασ' Ἀχιλῆϊ, μὴ . . 21.328 : c. inf., fear greatly to do, A.R.2.1203 : c. acc.,γαλέην περιδείδια Batr. 51
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.